5 Φεβ 2007

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΟΔΗΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ

31999L0070
Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 175 της 10/07/1999 σ. 0043 - 0048





ΟΔΗΓΙΑ 1999/70/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 28ης Ιουνίου 1999

σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP


ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 139 παράγραφος 2,

την πρόταση της Επιτροπής,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1) ύστερα από τη θέση σε ισχύ της συνθήκης του Άμστερνταμ, οι διατάξεις της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική που προσαρτάται στο πρωτόκολλο για την κοινωνική πολιτική, το οποίο είναι προσαρτημένο στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έχουν ενσωματωθεί στα άρθρα 136 έως 139 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

(2) οι κοινωνικοί εταίροι, σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 2 της συνθήκης, μπορούν να ζητούν από κοινού να υλοποιούνται οι συμφωνίες που συνάπτονται σε κοινοτικό επίπεδο με απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται μετά από πρόταση της Επιτροπής·

(3) το σημείο 7 του Κοινοτικού Χάρτη των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η δημιουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η διαδιακασία αυτή θα επιτευχθεί με την προσέγγιση των εν λόγω συνθηκών με στόχο την πρόοδο, ιδίως όσον αφορά τις μορφές εργασίας, εκτός της εργασίας αορίστου χρόνου, όπως η εργασία ορισμένου χρόνου, η εργασία με μερική απασχόληση, η προσωρινή εργασία και η εποχιακή εργασία·

(4) Το Συμβούλιο δεν αποφάσισε επί της πρότασης οδηγίας σχετικά με ορισμένες σχέσεις εργασίας όσον αφορά τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού(1), ούτε επί της πρότασης οδηγίας σχετικά με ορισμένες εργασιακές σχέσεις όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας(2)·

(5) στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Έσσεν υπογραμμίσθηκε η ανάγκη λήψης μέτρων για "την αύξηση σε ένταση της απασχόλησης στα πλαίσια της ανάπτυξης κυρίως μέσω ελαστικότερης οργάνωσης της εργασίας, η οποία να ικανοποιεί τόσο τις επιθυμίες των εργαζομένων όσο και τις απαιτήσεις του ανταγωνισμού"·

(6) το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1999, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση το 1999, καλεί τους κοινωνικούς εταίρους, σε όλα τα ενδεδειγμένα επίπεδα, να διαπραγματευθούν συμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων διευθετήσεων για ευέλικτη εργασία, με σκοπό να γίνουν οι επιχειρήσεις παραγωγικές και ανταγωνιστικές και να επιτευχθεί η απαραίτητη ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας·

(7) η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική, διαβουλεύθηκε με τους κοινωνικούς εταίρους για τον ενδεχόμενο προσανατολισμό μιας κοινοτικής δράσης σε θέματα ευελιξίας του χρόνου εργασίας και ασφάλειας των εργαζομένων·

(8) η Επιτροπή, κρίνοντας μετά τη διαβούλευση αυτή ότι ήταν σκόπιμη η ανάληψη κοινοτικής δράσης, διαβουλεύθηκε εκ νέου με τους κοινωνικούς εταίρους σε κοινοτικό επίπεδο επί του περιεχομένου της μελετώμενης πρότασης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 της εν λόγω συμφωνίας·

(9) οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα, ήτοι η Ένωση των Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP), η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (CES), πληροφόρησαν την Επιτροπή, με κοινή επιστολή της 23ης Μαρτίου 1998, σχετικά με την πρόθεσή τους να κινήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 4 της προαναφερθείσας συμφωνίας· ότι ζήτησαν από την Επιτροπή, με κοινή επιστολή, συμπληρωματική προθεσμία τριών μηνών· ότι η Επιτροπή ενέκρινε το αίτημα αυτό, παρατείνοντας την περίοδο των διαβουλεύσεων έως τις 30 Μαρτίου 1999·

(10) οι εν λόγω διεπαγγελματικές οργανώσεις συνήψαν, στις 18 Μαρτίου 1999, συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου και διαβίβασαν στην Επιτροπή το κοινό τους αίτημα να υλοποιηθεί η εν λόγω συμφωνία πλαίσιο με απόφαση του Συμβουλίου κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική·

(11) το Συμβούλιο, στο ψήφισμά του της 6ης Δεκεμβρίου 1994, για "ορισμένες προοπτικές μιας κοινωνικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης: συμβολή στην οικονομική και κοινωνική σύγκλιση της Ένωσης"(3), κάλεσε τους κοινωνικούς εταίρους να εκμεταλλευθούν τις δυνατότητες σύναψης συμβάσεων, δεδομένου ότι, κατά γενικό κανόνα, γνωρίζουν καλύτερα τα κοινωνικά προβλήματα και την κοινωνική πραγματικότητα·

(12) τα συμβαλλόμενα μέρη, στο προοίμιο της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία μερικής απασχόλησης που υπέγραψαν στις 6 Ιουνίου 1997, ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να εξετάσουν κατά πόσο είναι αναγκαίο να συναφθούν παρόμοιες συμφωνίες για άλλες ευέλικτες μορφές εργασίας·

(13) οι κοινωνικοί εταίροι θέλησαν να προσδώσουν ιδιαίτερη προσοχή στην εργασία ορισμένου χρόνου, επισημαίνοντας ότι είχαν την πρόθεση να εξετάσουν την ανάγκη σύναψης παρόμοιας συμφωνίας για την προσωρινή εργασία μέσω πρακτορείου·

(14) τα υπογράφοντα μέρη θέλησαν να συνάψουν συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, όπου θα διαγράφονται οι γενικές αρχές και ελάχιστες απαιτήσεις για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τις εργασιακές σχέσεις· έχουν δείξει την επιθυμία τους να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκύπτει από διαδοχικές σχέσεις εργασίας ή συμβάσεις ορισμένου χρόνου·

(15) η προσήκουσα πράξη για την υλοποίηση αυτής της συμφωνίας πλαισίου είναι μια οδηγία, κατά την έννοια του άρθρου 249 της συνθήκης· η οδηγία δεσμεύει τα κράτη μέλη ως προς το αποτέλεσμα που πρέπει να επιτευθχθεί, αφήνοντας τον τύπο και τα μέσα στην αρμοδιότητά τους·

(16) σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και την αρχή της αναλογικότητας, όπως περιέχονται στο άρθρο 5 της συνθήκης, οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να υλοποιηθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και δύνανται, συνεπώς, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο· η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων·

(17) όσον αφορά τους όρους που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία πλαίσιο χωρίς να ορίζονται επακριβώς, η παρούσα οδηγία αφήνει στα κράτη μέλη τη μέριμνα να ορίσουν τους εν λόγω όρους σύμφωνα με την εθνική τους νομοθεσία ή/και τις εθνικές τους πρακτικές, όπως ισχύει για άλλες οδηγίες κοινωνικού χαρακτήρα που περιέχουν παρόμοιους όρους, με την προϋπόθεση ότι οι σχετικοί ορισμοί δεν θα είναι αντίθετοι προς τη συμφωνία πλαίσιο·

(18) η Επιτροπή συνέταξε πρόταση οδηγίας, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της, της 14ης Δεκεμβρίου 1993, σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική και σύμφωνα με την ανακοίνωσή της της 20ής Μαΐου 1998, για "την προσαρμογή και ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου σε κοινοτικό επίπεδο", λαμβάνοντας υπόψη την αντιπροσωπευτικότητα των υπογραφόντων μερών, την εντολή τους και τη νομιμότητα των ρητρών της συμφωνίας πλαισίου· τα υπογράφοντα μέρη έχουν επαρκή συνολική αντιπροσωπευτικότητα·

(19) η Επιτροπή ενημέρωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, αποστέλλοντάς τους το κείμενο της συμφωνίας πλαισίου μαζί με την πρόταση οδηγίας και την αιτιολογική έκθεση, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της σχετικά με την εφαρμογή του πρωτοκόλλου για την κοινωνική πολιτική·

(20) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε στις 6 Μαΐου 1999 ψήφισμα σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο των κοινωνικών εταίρων·

(21) η υλοποίηση της συμφωνίας πλαισίου συμβάλλει σην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στο άρθρο 136 της συνθήκης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:


Άρθρο 1

Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην υλοποίηση της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που εμφαίνεται στο παράρτημα και η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP).


Άρθρο 2

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι απαραίτητο και ύστερα από διαβούλευση με τους κονωνικούς εταίρους προκειμένου να ληφθούν υπόψη ιδιαίτερες δυσχέρειες ή η υλοποίηση με συλλογική σύμβαση, να διαθέτουν συμπληρωματικό χρονικό διάστημα ενός έτους κατ' ανώτατο όριο. Οφείλουν να πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή για τα ζητήματα αυτά.

Οι διατάξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.


Άρθρο 3

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


Άρθρο 4

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.


Λουξεμβούργο, 28 Ιουνίου 1999.


Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. NAUMANN


(1) ΕΕ C 224 της 8.9.1990, σ. 6, και ΕΕ C 305 της 5.12.1990, σ. 8.

(2) ΕΕ C 224 της 8.9.1990, σ. 4.

(3) ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 6.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ



CES, UNICE, CEEP

Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου


Προοίμιο

Η συμφωνία πλαίσιο αναδεικνύει το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι κοινωνικοί εταίροι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση που υιοθετήθηκε κατά την έκτακτη σύνοδο κορυφής στο Λουξεμβούργο το 1997 και, σε συνέχεια, της συμφωνίας πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης, σηματοδοτεί μια ακόμα συμβολή προς την επίτευξη καλύτερης ισορροπίας μεταξύ "ευελιξίας στο χρόνο εργασίας και ασφάλειας για τους εργαζομένους".

Τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι, η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.

Η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων. Η συμφωνία αυτή αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις, καθώς και για τη χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε μια βάση αποδοχής από τους εργοδότες και τους εργαζομένους.

Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εξαιρουμένων εκείνων που έχουν τοποθετηθεί από ένα πρακτορείο παροχής προσωρινού προσωπικού στη διάθεση μιας επιχείρησης. Πρόθεση των μερών είναι να εξετάσουν την ανάγκη για μια παρόμοια συμφωνία που θα αφορά την προσωρινή εργασία μέσω πρακτορείου.

Η παρούσα συμφωνία αφορά τις εργασιακές συνθήκες των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι θέματα που αφορούν την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Σχετικά με αυτό, οι κοινωνικοί εταίροι επισημαίνουν τη δήλωση για την απασχόληση τον Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δουβλίνου το 1996 η οποία τόνισε μεταξύ άλλων, την ανάγκη να καταστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης πιο ευνοϊκά προς την απασχόληση με την ανάπτυξη συστημάτων κοινωνικής προστασίας που θα μπορούν να προσαρμοστούν σε νέα πρότυπα εργασίας και να παρέχουν την κατάλληλη προστασία στα άτομα που απασχολούνται με αυτές τις μορφές εργασίας. Τα μέρη της παρούσας συμφωνίας επανέλαβαν την άποψη που είχαν εκφράσει στη συμφωνία πλαίσιο του 1997 για την εργασία μερικής απασχόλησης, ότι δηλαδή τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν στην πράξη τη δήλωση αυτή χωρίς καθυστέρηση.

Επιπλέον αναγνωρίζεται επίσης ότι είναι απαραίτητες κάποιες καινοτομίες στα συμπληρωματικά συστήματα κοινωνικής προστασίας, προκειμένου να προσαρμοστούν αυτά στις τρέχουσες συνθήκες, και ειδικότερα να υπάρξει πρόβλεψη για τη δυνατότητα μεταφοράς των δικαιωμάτων.

Οι CES, UNICE και CEEP ζητούν από την Επιτροπή να υποβάλει την παρούσα συμφωνία πλαίσιο στο Συμβούλιο ώστε να ληφθεί απόφαση και να καταστούν δεσμευτικές οι απαιτήσεις αυτές στα κράτη μέλη που είναι μέρη της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική, η οποία έχει προσαρτηθεί στο πρωτόκολλο αριθ. 14 σχετικά την κοινωνική πολιτική, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Τα μέρη της συμφωνίας καλούν την Επιτροπή, στην πρότασή της για την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας, να ζητήσει από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με την απόφαση του Συμβουλίου, το αργότερο δύο έτη μετά την έκδοση της απόφασης ή να εξασφαλίσουν(1) ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σε συμβατική βάση έως το τέλος της περιόδου αυτής. Τα κράτη μέλη μπορούν, εάν είναι αναγκαίο και ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, προκειμένου να συνεκτιμηθούν ιδιαίτερες δυσκολίες ή η εφαρμογή μιας συλλογικής σύμβασης, να διαθέτουν ένα κατ' ανώτατο όριο συμπληρωματικό έτος για να συμμορφωθούν με την παρούσα διάταξη.

Τα μέρη της συμφωνίας ζητούν να λαμβάνεται η γνώμη των κοινωνικών εταίρων προτού τα κράτη μέλη θεσπίζουν νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για τη συμμόρφωση με την παρούσα συμφωνία.

Με κάθε επιφύλαξη όσον αφορά το ρόλο των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, τα μέρη της παρούσας συμφωνίας ζητούν όπως κάθε θέμα που αφορά την ερμηνεία της παρούσας συμφωνίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο τους κοινοποιείται από την Επιτροπή για γνωμοδότηση.

Γενικές παρατηρήσεις

1. Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για την κοινωνική πολιτική που προσαρτάται στο πρωτόκολλο (αριθ. 14) σχετικά με την κοινωνική πολιτική, το οποίο είναι προσαρτημένο στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 3 παράγραφος 4 και το άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας αυτής·

2. εκτιμώντας ότι το άρθρο 4 παράγραφος 2 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική προβλέπει ότι οι συμφωνίες που συνάπτονται σε κοινοτικό επίπεδο υλοποιούνται όταν το ζητούν από κοινού τα υπογράφοντα μέρη, με απόφαση του Συμβουλίου μετά από πρόταση της Επιτροπής·

3. εκτιμώντας ότι, στο δεύτερο έγγραφο διαβούλευσης σχετικά με την ευελιξία του χρόνου εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων, η Επιτροπή ανακοινώνει την πρόθεσή της να προτείνει ένα νομικά δεσμευτικό κοινοτικό μέτρο·

4. εκτιμώντας ότι, στη γνώμη του για την πρόταση οδηγίας για τη μερική απασχόληση, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει αμέσως προτάσεις για οδηγίες σχετικά με άλλες μορφές ευέλικτης εργασίας, όπως η εργασία ορισμένου χρόνου και η προσωρινή εργασία μέσω πρακτορείου·

5. εκτιμώντας ότι, στα συμπεράσματα της έκτακτης συνόδου κορυφής για την απασχόληση που εγκρίθηκαν στο Λουξεμβούργο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε τους κοινωνικούς εταίρους να διαπραγματευτούν συμφωνίες που θα αποσκοπούν "στον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ευέλικτων εργασιακών προτύπων, προκειμένου να καταστούν οι επιχειρήσεις παραγωγικές και ανταγωνιστικές και να επιτευχθεί η αναγκαία ισορροπία μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας"·

6. εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων και συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων και βελτιώνουν την απόδοση·

7. εκτιμώντας ότι η χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων είναι ένας τρόπος για να προληφθεί η κατάχρηση·

8. εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες που μπορεί να εξυπηρετεί και τους εργοδότες και τους εργαζομένους·

9. εκτιμώντας ότι πάνω από το μισό των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι γυναίκες και ότι η παρούσα συμφωνία μπορεί, συνεπώς, να συμβάλει στη βελτίωση της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών·

10. εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος, και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχιακής φύσης·

11. εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να βελτιωθούν οι απαιτήσεις της κοινωνικής πολιτικής, να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της κοινοτικής οικονομίας και να αποφευχθεί η επιβολή διοικητικών, οικονομικών και νομικών δεσμεύσεων που παρεμποδίζουν τη δημιουργία και την ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων·

12. εκτιμώντας ότι οι κοινωνικοί εταίροι βρίσκονται στην καλύτερη θέση για την εξεύρεση λύσεων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και των εργοδοτών και των εργαζομένων, και ότι θα τους δοθεί συνεπώς ιδιαίτερος ρόλος κατά την υλοποίηση και την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας,

ΤΑ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΑ ΜΕΡΗ ΣΥΝΗΨΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ:

Σκοπός (ρήτρα 1)

Σκοπός της παρούσας συμφωνίας πλαισίου είναι:

α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

β) η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.

Πεδίο εφαρμογής (ρήτρα 2)

1. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται:

α) στις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας·

β) στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης.

Ορισμοί (ρήτρα 3)

1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως "εργαζόμενος ορισμένου χρόνου" νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.

2. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως "αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου" νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων.

Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.

Αρχή της μη διάκρισης (ρήτρα 4)

1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2. Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή "pro rata temporis".

3. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας ρήτρας καθορίζονται από τα κράτη μέλη ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και από τους κοινωνικούς εταίρους, λαμβάνοντας υπόψη την κοινοτική νομοθεσία και τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και την πρακτική σε εθνικό επίπεδο.

4. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης θα είναι η ίδια για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως και για τους εργαζομένους αορίστου χρόνου εκτός από την περίπτωση που δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.

Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης (ρήτρα 5)

1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2. Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α) θεωρούνται "διαδοχικές"·

β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.

Ενημέρωση και ευκαιρίες απασχόλησης (ρήτρα 6)

1. Οι εργοδότες ενημερώνουν τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου για κενές θέσεις που είναι διαθέσιμες στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση ώστε να εξασφαλιστεί ότι έχουν τις ίδιες ευκαιρίες να διεκδικήσουν μόνιμες θέσεις όπως και άλλοι εργαζόμενοι. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω μιας γενικής ανακοίνωσης σε κατάλληλο μέρος μέσα στην επιχείρηση ή την εκμετάλλευση.

2. Στο μέτρο του δυνατού, οι εργοδότες πρέπει να διευκολύνουν την πρόσβαση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε κατάλληλες ευκαιρίες κατάρτισης, ώστε να ενισχύονται οι δεξιότητές τους, η εξέλιξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας τους και η επαγγελματική κινητικότητά τους.

Ενημέρωση και διαβούλευση (ρήτρα 7)

1. Οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του κατώτατου ορίου πάνω από το οποίο μπορούν τα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων που προβλέπονται από την εθνική και την κοινοτική νομοθεσία να συγκροτούνται μέσα στην επιχείρηση σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις.

2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της ρήτρας 7.1 καθορίζονται από τα κράτη μέλη ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, ή/και από τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές και τηρουμένης της ρήτρας 4.1.

3. Στο μέτρο του δυνατού, οι εργοδότες θα μεριμνούν για την παροχή κατάλληλης ενημέρωσης στα υπάρχοντα αντιπροσωπευτικά όργανα των εργαζομένων σχετικά με την απασχόληση ορισμένου χρόνου στην επιχείρηση.

Διατάξεις εφαρμογής (ρήτρα 8)

1. Τα κράτη μέλη ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζομένους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας.

2. Η παρούσα συμφωνία δεν θίγει άλλες ειδικότερες κοινοτικές διατάξεις και ιδιαίτερα τις κοινοτικές διατάξεις που αφορούν την ίση μεταχείριση και τις ίσες ευκαιρίες ανδρών και γυναικών.

3. Η εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα συμφωνία.

4. Η παρούσα συμφωνία δεν θίγει το δικαίωμα των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν, στο κατάλληλο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού, συμβάσεις με τις οποίες προσαρμόζονται ή/και συμπληρώνονται οι διατάξεις της παρούσας συμφωνίας, κατά τρόπο που να συνεκτιμούνται οι ιδιαίτερες ανάγκες των εν λόγω κοινωνικών εταίρων.

5. Η πρόληψη και η αντιμετώπιση των διαφορών και καταγγελιών που προκύπτουν από την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας γίνονται σύμφωνα με την νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και πρακτικές σε εθνικό επίπεδο.

6. Τα υπογράφοντα μέρη θα εξετάσουν την εφαρμογή της παρούσας συμφωνίας πέντε έτη μετά την ημερομηνία της απόφασης τον Συμβουλίου, αν το ζητήσει ένα από τα μέρη της παρούσας συμφωνίας.

Fritz VERZETNITSCH

Πρόεδρος της CES

Georges JACOBS

Πρόεδρος της UΝΙCE

Αntonio CASTELLANO ΑUΥΑΝΕT

Πρόεδρος του CΕΕP

Emilio GABAGLIO

Γενικός Γραμματέας της CES

Dirk F. HUDIG

Γενικός Γραμματέας της UNICE

Jytte FREDENSBORG

Γενικός Γραμματέας του CEEP

18 Μαρτίου 1999.


(1) Κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 4 της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική που προσαρτάται στο πρωτόκολλο (αριθ. 14) σχετικά με την κοινωνική πολιτική, το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

1 σχόλιο:

ΘΑΝΑΣΗΣ είπε...

Έστω και καθυστερημένα οι επεξηγήσεις των οργανώσεων που συμφώνησαν τα παραπάνω. α)CES: Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ιδρυτικό μέλος της οποίας είναι η ΓΣΕΕ) - β)UNICE: Ένωση Συνομοσπονδιών της Βιομηχανίας και των Εργοδοτών της Ευρώπης - γ)CEEP: Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημόσιας Επιχείρησης. Αυτή είναι η εργατική πολιτική της ΓΣΕΕ.