Τους τρεις αδικοχαμένους συναδέλφους μας , ΔΕΝ θα τους κλάψουν αυτοί που όρισαν τα αφόρητα καλούπια της ζωής όλων μας κι έγιναν στο τέλος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ηθικοί αυτουργοί του θανάτου τους.
Όσο για τους φυσικούς αυτουργούς, αδίστακτοι θερμοκέφαλοι ή αδίστακτοι φασίστες, πληρωμένοι δολοφόνοι ή απλώς ηλίθιοι, ΚΑΝΕΝΑ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΟ, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΒΕΒΑΙΑ ΤΟ ΑΚΑΤΑΛΟΓΙΣΤΟ.
Κουκουλωμένοι ή ξεκουκούλωτοι, οι δολοφόνοι είναι το μακρύ χέρι της ΜΑΥΡΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ που, με συνοπτικές διαδικασίες ΣΤΕΛΝΕΙ ΣΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΝΑΝ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΛΑΟ, και εκτρέφει τέρατα.
Οι τρεις νεκροί είναι δικοί μας άνθρωποι. Φοβισμένοι κι εκβιασμένοι, ‘κλειδωμένοι’ και κακοπληρωμένοι.
ΔΕΝ θα τους κλάψουν οι κυβερνητικοί και οι συνοδοιπόροι αρουραίοι που ροκανίζουν τις ζωές μας, που με μια μονογραφή έσβησαν εξήντα τουλάχιστον χρόνια από τις αγωνίες, τις ελπίδες και τον αγώνα των ανθρώπων για λίγο καλύτερη ζωή, για λίγο μεγαλύτερες προσδοκίες. (Τις μεγάλες προσδοκίες έτσι κι αλλιώς μόνοι μας τις είχαμε λογοκρίνει, τις είχαμε συρρικνώσει μπροστά στη στοιχειώδη επιβίωση που την περικυκλώνει η ανέχεια και η ανασφάλεια). Όσο για το «μαχαίρι στο κόκαλο» - τι πληκτική επανάληψη απ’ το Σαμίνα ως εδώ. Το μαχαίρι τους στόμωσε μέχρι να φάνε όλο το μεδούλι. Και με πασαλειμμένα τα σαγόνια απ’ το μεγάλο φαγοπότι, χύνουν σάλτσες, όχι δάκρυα.
Αυτοί δεν έχουν δάκρυα. Αυτοί δολοφονούν έναν ολόκληρο λαό, ψυχρά και προμελετημένα. Το μάτι τους μπούκωσε από την τσίμπλα της υποτέλειας. Το πολύ-πολύ να χύσουν τα υποκριτικά ζουμιά του κροκόδειλου λίγο πριν το ξέσχισμα της λείας, αν έτσι τους συμβουλέψει το επικοινωνιακό τους επιτελείο.
ΔΕΝ θα τους κλάψουν τα φασιστοειδή, οι τραμπούκοι, οι φουσκωτοί, οι διατεταγμένοι, οι προβοκάτορες που συντάσσονται με τις παρεγγελιές για δυστυχία και απόγνωση και δέρνουν τους απελπισμένους, ψεκάζουν τους παππούδες τους, σμπαραλιάζουν θυμωμένα κεφάλια, που συντάσσονται και συμμαχούν και εκτελούν με στολή ‘παραλλαγής’ βρώμικες προβοκάτσιες από τα πιο σκοτεινά στενορύμια ως τα πιο κακοφωτισμένα έδρανα της Βουλής.
Αυτοί δεν κλαίνε καν από τα ίδια τους τα δακρυγόνα. Δεν κλαίνε καν για την ίδια την ανώφελη και επιζήμια ύπαρξή τους. Οι ένστολοι, οχυρωμένοι πίσω από τα αλεξίσφαιρα κράνη τους και οι άστολοι πίσω από την άθραυστη ανοσία τους στον πόνο, δεν ξέρουν ούτε ως λέξη το δάκρυ. Η εκπαίδευση τους περιλαμβάνει την πλήρη αποξήρανση των δακρυικών τους πόρων. Έχουν το γυάλινο μάτι του ρομπότ.
ΔΕΝ θα τους κλάψει η εργοδοσία, που φυλακίζει δουλοπάροικους σε υπόγεια χωρίς εξαερισμό, σε υποκαταστήματα δίχως πυροσβεστήρες και έξοδο κινδύνου, που υποχρεώνει σε απλήρωτες υπερωρίες, λαστιχένια ωράρια και πανάθλιες αμοιβές , που εκβιάζει στην απεργοσπασία και πάνω απ’ όλα απειλεί, «αν φύγεις σήμερα στην απεργία, να μην ξαναπατήσεις αύριο».
Να λοιπόν που τρεις δεν θα ξαναπατήσουν.
Αλλά μην τολμήσετε να προσποιηθείτε ότι κλαίτε γιατί εσείς δε βγάζετε δάκρυα. Βγάζετε μόνο λύματα, απόβλητα και βρώμα.
ΔΕΝ θα τους κλάψουν τα καλοπληρωμένα παπαγαλάκια ούτε οι αρχιπραίτορες των τηλεοπτικών παράθυρων που βρήκαν αίμα, αντί για θέμα, να πλουτίσουν την ειδησεογραφία, τις τσέπες του καναλάρχη τους και το δικό τους μπόνους. Γι αυτούς μόνο τα δάκρυα των άλλων, αβίαστα ή στημένα, φυσικά ή κατασκευασμένα, ζωντανά ή μαγνητοσκοπημένα, βγάζουν τον καμπανιστό ήχο της λίρας στο γεμάτο πουγκί.
Γι αυτούς το δάκρυ σημαίνει εφφέ. Κι αν τους περίσσεψαν και κάτι λίγα, τα κρατούν για να ζυμώνουν τους τόνους λάσπης που καταναλώνουν κάθε μέρα.
Τους τρεις αδικοχαμένους συναδέλφους μας τους κλαίνε οι δικοί τους άνθρωποι που, από το γέλιο, το κλάμα, τη ζεστασιά του κορμιού τους, το άγχος, την ανασφάλεια τους, θα κρατήσουν μόνο μια φωτογραφία και την ανεξίτηλη ανάμνηση.
Μαζί τους κλαίμε κι εμείς γιατί ήταν τρεις από μας. Τρεις σαν εμάς. Πιεσμένοι, αμήχανοι και φοβισμένοι και τώρα για πάντα χαμένοι.
Κλαίμε για τους τρεις χαμένους, δικούς μας ανθρώπους και όσο κλαίμε σημαίνει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί.
ΚΑΙ ΟΣΟ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΖΩΝΤΑΝΟΙ, ΔΕΝ ΠΑΡΑΔΙΝΟΜΑΣΤΕ, ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΕΣ।
ενα κειμενο της νινας γεωργιαδου